- χοντροκάμωτος
- -η, -οβλ. χοντροκαμωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοντροκάμωτος — η, ο, Ν χοντροκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + καμωτός (< καμώνω / κάνω), πρβλ. χερο κάμωτος] … Dictionary of Greek
χοντροφτ(ε)ιαγμένος — η, ο, Ν χοντροκαμωμένος, χοντροκάμωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + φτ(ε)ιάχνω] … Dictionary of Greek
χοντροκαμωμένος — η, ο και χοντροκάμωτος, η, ο 1. χοντροδουλεμένος. 2. αυτός που έχει χοντρά χαρακτηριστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)